Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

_Εσύ και τα σύννεφά σου_

Έκλεινες τα μάτια και ήλπιζες ότι ο κόσμος που ζούσες, που νόμιζες ότι αγαπάς, θα εξαφανιζόταν για λίγο. Έριχνες τα μαλλιά σου σαν να περίμενες κάποιος να τα πιάσει και να σκαρφαλώσει στα όνειρα σου και να σου τα αναστατώσει. Έπιανες τα μολύβια σου και σχεδίαζες πολύχρωμες παιδικές χαρές σε λευκά χαρτιά για να μπορέσεις να βρεις κοινό τόπο με το παιδί που κοίταζε τον κόσμο από τα μάτια σου. Ήθελες να παρέχεις, αλλά δεν είχες πολλά, επιθυμούσες να βοηθήσεις αλλά δεν ήξερες αν κάποιος χρειαζόταν τη βοήθειά σου. Τα βράδια σε τρόμαζαν πολύ, ενωνόταν το σκοτάδι με κάτι περίεργο μέσα σου, κάτι που σου έκοβε την ανάσα. Λάτρευες τη θάλασσα γιατί ακόμη και όταν φαινόταν στάσιμη, κάπου αλλού κινούταν, τη λάτρευες γιατί μύριζε αλάτι που δεν πέφτει στις πληγές. Έτσι καθησυχαζόσουν και πίστευες ότι όλα προχωρούν έστω και αργά, ανεπαίσθητα. Έκλαιγες κάθε φορά που γελούσες από χαρά και φοβόσουν να κλάψεις από πόνο γιατί αυτό σήμαινε ότι ο πόνος ήταν αλήθεια. Αγαπούσες να κοιμάσαι ως το μεσημέρι αλλά φοβόσουν ότι έχανες κομμάτια της ζωής όταν έμενες στο κρεβάτι. Μύριζες καπνό τυλιγμένο σε μια γλυκειά ενοχή και αβεβαιότητα. Πίστευες στο έρωτα σαν την αυταπάτη που μπορεί να σώσει για λίγο ή για πολύ. Πίστευες ότι και εσύ μπορεί ακόμη να σωθείς.

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

_the meeting points_

Στεκόμουν στην Καμάρα με τον αέρα να μου φυσά απρόκλητα το πρόσωπο, λες και επέλεξε την πιο μόνη-μοναχική στιγμή μου για να επιβάλλει την κυριαρχία του. Ήταν άλλη μια νύχτα του τύπου ας βρεθούμε να γίνουμε κομμάτια, που πάντα καταλήγει σε βρεθήκαμε, τα ήπιαμε, τον κλάψαμε το μακαρίτη, ω θεέ μας βλέπουν, πάμε να φύγουμε από εδώ.
Στεκόμουν μόνη μου περιμένοντας, περιμένοντας να συναντήσω κάποιους. Αν το σκεφτείς,ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας το περνάμε περιμένοντας σε μέρη όπου περιμένουν κι άλλοι, πολλοί, σαν εμάς για να συναντήσουνε κι αυτοί κάποιους. Και σε αυτά τα σημεία που περιμένεις έχουν γραφτεί ιστορίες τις οποίες δεν θα μάθεις ποτέ,ιστορίες που ίσως συνάντησες  ενώ κι εσύ κάτι περίμενες και δεν τους έδωσες σημασία, ιστορίες που άρχισαν ή τελειωσαν σε αυτό ακριβώς το σημείο.
Μία κοπέλα που περιμένει ένα αγόρι για το πρώτο ραντεβού, μια παρέα που ξαναενώνεται μετά από καιρό, δυο καλές φίλες που αναμένουν την τρίτη για να το "καψουνε", ένα αμάξι με αναμμένα τα αλαρμ και ένα χαμόγελο από μέσα που σαν να λέει: επιτέλους βρεθήκαμε. Αναπάντητες κλήσεις, απαντημένες κλήσεις, μηνύματα κανονικα, μηνύματα του τύπου κανω ότι γράφω για να μη δείξω ότι ήρθα νωρίτερα. Αγκαλιές τεράστιες, αγκαλιές τυπικές, αμήχανα πρώτα λεπτά, τελευταία φιλιά, πρώτα φιλιά, πρώτα δάκρυα.
Και στο τέλος πάντα κάποιος έρχεται σε αυτόν που περιμένει. Μπορεί να είναι αυτός που περίμενε, αλλά μπορεί και κάποιος τελείως αναπάντεχος που έτυχε να περνάει, ή κάποιος απρόσκλητος, ή κάποιος που αποφάσισε να ενώσει την αναμονή του με τη δική σου, ή κάποιος που δε θέλει πια να σε βλέπει να περιμένεις. Η αλήθεια είναι ότι στο τέλος πάντα κάποιος έρχεται.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

_before sunset_


Κατάφερα να σε φυλάξω στην καρδιά μου αλώβητο. Κατάφερα να σου υποσχεθώ πως το βαρύ φορτίο της ύπαρξής μαζί, θα το κουβαλούσα μόνη μου. Κατάφερα να προσποιούμαι ότι όλα πήγαν καλά, ότι δεν θα μπορούσαν να είχαν πάει καλύτερα. Κατάφερα να διατηρώ τις κοινές μας αναπνοές σαν κόρη οφθαλμού, σαν μια πραγματικότητα που μονο εσύ κι εγώ καταλαβαίναμε. Κατάφερα κάθε φιλί να το θυμάμαι σαν παραμύθι που πρωτάκουσα και δεν θα ξανακούσω. Κατάφερα κάθε αγκαλιά να με πηγαίνει σ'άλλους κόσμους, προσωπικούς, χωρίς παρεμβολές. Κατάφερα τη μυστικοπάθεια της καθημερινότητας να στην προσφέρω σαν το δικό μας αγνό λουλούδι.
Κατάφεραν να με κάνουν να ντρέπομαι να προφέρω το όνομα σου. Κατάφεραν να με φοβίζουν να σε κοιτάω στα μάτια. Κατάφεραν να κάνουν το όνομα μου να ακούγεται στα χείλη σου φτηνό. Κατάφεραν να σε φορτώσουν με βάρη που δε δέχτηκες. Κατάφεραν να βγάλουν από τη νύχτα μας τα αστέρια, και να τη μετατρέψουν σε παγωμένο σκοτάδι. Κατάφεραν ό,τι όμορφο να ακούγεται χύδαιο, ό,τι ατόφιο να φαίνεται ωμό. Κατάφεραν να μετατρέψουν την ανάγκη για τον άλλον σε κενή νοήματος πράξη.
Κατάφερα να σε κρατήσω μέσα μου παρ'όλα αυτά.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

_Έρωτα ή τίποτα_

Βρέθηκα πριν μερικές μέρες με τη φίλη μου τη Ν. η οποία δηλώνει βαθιά ερωτευμένη τους τελευταίους 7 μήνες. Παραμερίζοντας της ευαισθησία και την εύθραυστη κατάσταση της, πολύ κυνικά τη ρώτησα: δηλαδή πώς αντέχεις; Τι νιώθεις πια εσύ γι αυτόν και μπορείς να αφήνεις τον εαυτό σου σε δεύτερη μοίρα;
 Για λίγη ώρα χαμογελούσε: Ξέρεις πώς είναι,μου λέει, να θέλει να πιει νερό και να μην υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να είσαι το άτομο από του οποίου το χέρι θα πάρει το νερό;
Η Ν. μέσα στην αφέλεια και την ανάγκη να μοιραστεί αυτό που νιώθει μου υπενθύμισε σε τι ακριβώς συνίσταται αυτό το αγωνιώδες, αιώνιο συναίσθημα, παραμερίζοντας στην άκρη όλες τις μεγαλεπίβολες θεωρίες αυτοπροστασίας που είχα στο μυαλό μου. Μου θύμισε πώς ταυτόχρονα μπορείς να πετάς στα ουράνια και παράλληλα να σέρνεσαι στο χώμα. Μου απέδειξε πώς μπορεί να κάνεις τις πιο ανιδιοτελείς πράξεις με τον πιο εγωιστικό σκοπό: να πάρεις μία τζούρα από τον άλλον, να εισχωρήσεις λίγο πιο βαθιά στον κόσμο του.
Θυμήθηκα ότι έρωτας είναι να  θέλεις να θέλεις να λουστείς με τη μυρωδιά του, να κοιμάστε μαλωμένοι και να  τον μισείς και να ξυπνάς ανυπομονώντας να έρθει η ώρα να τον δεις. Να  ξεχνάς πώς πρέπει, και να βουτάς στο πώς θέλεις. Να παίρνεις πόζες την ώρα που μιλάτε και να σκέφτεσαι εκατομμύρια εξυπνάδες για να πετάξεις και να τον εντυπωσιάσεις, να βλέπεις δράκους και συνωμοσίες εκεί που δεν υπάρχουν, να παρεξηγείς τα απλά, να μεγαλοποιείς τα πάντα.
Να σε αγγίζει και να τρέμεις, να σε κρατάει και να λες: πουθενά αλλού, μόνο εδώ. Να μην του λες αυτά που σκέφτεσαι γιατί θα τρομάξει, να εννοείς τα πάντα, να τον κάνεις να ζηλεύει με βλακείες, να αγαπάς το χνώτο του πριν την καληνύχτα και τον τρόπο που στρίβει το τσιγάρο του. Να τον κοιτάς στα μάτια  και να καταλαβαίνεις για τι έγραψε ο Ελύτης και ο Shakespeare. Όλα τα άλλα είναι απλώς για να περνάει η ώρα...

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

_Freefall_

Όταν ήμασταν μικροί και πέφταμε και χτυπούσαμε η αλληλουχία των αντιδράσεων μας ήταν η εξής: κοιτούσαμε γύρω μας για να δούμε αν είναι κανείς, μόλις πιάναμε τη μάμα με την άκρη του ματιού μας μπήγαμε κάτι γοερά και σπαρακτικά κλάματα, περιμέναμε να έρθει να μας σηκώσει και να μας κρατήσει αγκαλιά μέχρι να ηρεμήσουμε, αναμέναμε, μιξοκλαίγοντας ακόμη, την επιβεβαίωσή της ότι έχουμε ψιλώσει δύο πόντους από το χτύπημα και  σταματούσαμε οριστικά όταν μας έβαζε ένα χανζαπλάστ με δεινοσαυράκια και μας μπούκωνε με κάτι σοκολατένιο.
Μεγαλώνοντας νομίζεις ότι τα πράγματα αλλάζουν, ότι δεν θα είσαι πια έτσι ανώριμος και κλαψιάρης και ότι θα φανείς δυνατός στις δυσκολίες της ζωής...Όχι. Κλαις ακόμη, ψάχνεις ακόμη μια ζεστή αγκαλιά, αποζητάς μία επιβεβαίωση ότι θα βγεις πιο δυνατός και ωριμασμένος από το τραύμα σου, συνήθως μπουκώνεσαι με  κάτι αλκοολούχο και ενίοτε και σοκολατένιο. Η αλληλουχία δε διαφέρει και τόσο από τα 5 στα 25.
Αυτό που ξεχνάς όμως  είναι ότι στα 5 σου, μετά τα δεινοσαυράκια, σηκωνόσουν, ξεχνούσες ότι είχες χτυπήσει και ξανάβγαινεις στην αυλή, ξανάπαιζεις μπάλα, ξαναμάλωνες με τους φίλους σου, ξανάπεφτες και πάλι από την αρχή. Γιατί έτσι είναι, οι πληγές κλείνουν, πάντα ξανασηκώνεσαι, ο πόνος περνάει, τα δάκρυα στεγνώνουν και ίσως ξαναδημιουργούνται, ο πόνος εξαφανίζεται, μεταμορφώνεται, μεταμορφώνεσαι εσύ, αλλάζεις. Απλά στα 25 παίρνει λίγο παραπάνω χρόνο. Μην ξεχνάς ότι γέρασες και 20 χρόνια.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

Don't you wish....?

Ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι, στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου, έβγαλε το τετραδιάκι της και ξεκίνησε να γράφει για εκείνον. Ξεκίνησε να γράφει για όσα της είπε, για όσα μάντευε ότι σκεφτόταν εκείνος,  για όσα του απάντησε και για όσα σκεφτόταν αυτή και δεν μπορούσε καν να τα αρθρώσει. Έγραψε για όσα έγιναν, για όσα πρόσμενε να γίνουν και για όσα ήξερε ότι δεν θα γινόταν ποτέ. Έγραψε για το αδύνατο και το απίθανο, για το ακατόρθωτο, το ανήθικο και το απαγορευμένο. Ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι πήρε με το αόρατο χέρι του το δικό της και σχημάτισε λέξεις πάνω στο λευκό χαρτί. Ήταν το ίδιο μεσημέρι που κατάλαβε ότι είχε μπει τόσο βαθιά μέσα της που πια μπορούσε να γράψει για εκείνον, κι αυτό ήταν ένα μεγάλο κακό.
Είναι στιγμές των οποίων το βάρος ούτε το καταλαβαίνεις, ούτε το πολυσκέφτεσαι την ώρα που συμβαίνουν, είναι οι ίδιες στιγμές που αργότερα θα σε χτυπήσουν στο πρόσωπο ή θα σου χαϊδέψουν τα μαλλιά, ανάλογα με τη δύναμη της ανάμνησης. Όλες οι στιγμές τους έτσι. Όλα τα λόγια, όλα τα αγγίγματα, όλα τα βλέμματα όλα τα διλήμματα. Ναι και όχι, πρέπει και θέλω, μπορώ και αδυνατώ, μου λείπεις και φύγε, αντίο και μείνε. Μια ιστορία που τέλειωσε πριν καλά καλά ξεκινήσει, ένας εν δυνάμει έρωτας, μία ψεύτικη ανάμνηση με αληθινή δύναμη, ένας πόνος που τους έκανε να είναι σαδίστές.
Ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι έσκισε μερικές σελίδες από το τετραδιάκι της και της πέταξε σε έναν κάδο. Μετά τις μάζεψε και τις ξανάχωσε στην τσάντα της τσαλακωμένες και βρώμικες όπως ήταν και συνέχισε να περπατάει.

http://www.youtube.com/watch?v=Ob1CdTLDj10

Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

_Οι μεγάλες αλήθειες της Τετάρτης_

Προφανώς και η ζωή είναι περίπλοκη και μυστήρια. Φυσικά και κάνουμε και λέμε πολύ λιγότερα από αυτά που θα θέλαμε, φυσικά και η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ένα κουβάρι που ποτέ δεν ξετυλίγεται ολόκληρο...Μερικές μέρες, όμως, όλα όσα μπορείς να σκεφτείς και να πεις συνοψίζονται σε απλές και περιορισμένες προτάσεις...

1. Το επίσημο χρώμα της Θεσσαλονίκης είναι το γκρι.
2. Μην παίρνεις ποτέ φοιτητοδάνεια, είναι σαν τις δίαιτες αστραπή. Καλή ιδέα στην αρχή και για δύο εβδομάδες και μετά καταστροφικές συνέπειες για τρία χρόνια.
3. Πού είσαι κουκλάρα μου να έρθω να σε πάρω= θέλω, έχω πολλά  πράγματα στο μυαλό μου τώρα= δε θέλω δεν πα να χτυπιέσαι. Μετρημένα κουκιά.
4.Αν ακούσεις 5 τραγούδια του Παντελίδη μαζί απανωτά, κάπως συνηθίζεις.
5. Life is what happens when your craziest fantacy ends.
6. Το  να ξεχνάς το φορτιστή στην πρίζα όντως σου καταναλώνει ρεύμα, δεν είναι αστικός μύθος.
7.Οι άνθρωποι είναι πάντα έτοιμοι να πιστέψουν το  χειρότερο και πάντα πρόθυμοι να πουν: το περίμενα, φαινόταν από την αρχή.
8. Αυτός που το κουτσομπολεύουν το μαθαίνει τελευταίος. Absolut fact.
9. Το πέρασμα του χρόνου είναι η μοναδική ευκολία που μας δόθηκε για να διατηρούμε την ψευδαίσθηση ότι κάναμε μόνοι μας την επιλογή να προχωρήσουμε.
10. Καταλαβαίνεις ότι είσαι ερωτευμένος όταν μπαίνει σε ένα δωμάτιο και ξαφνικά όλα τα πρόσωπα σβήνουν και ακούς και βλέπεις μόνο αυτόν.

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

_The truth, the lies and the inbetween_

Όταν ήμασταν μικρές βάζαμε μία λευκή μαξιλαροθήκη στο κεφάλι, τη νυχτικά  της μαμάς μας και κάτι πολυκαιρισμένες πέρλες και γυρνούσαμε στο σπίτι παριστάνοντας ότι είμαστε νύφες κι ότι επιτέλους είχαμε βρει αυτόν τον έναν και μοναδικό  πρίγκιπα που θα σταθεί στο πλευρό μας για μια  ζωή ολόκληρη.
Μετά μεγαλώσαμε. Μεγαλώσαμε και νοηματοδοτήσαμε ο καθένας βάσει των δικών του εμπειριών τις λέξεις: αγαπώ, ερωτεύομαι, πονάω, αποχωρίζομαι, για πάντα και γιατί.
Προσωπικά έμαθα ότι ο έρωτας είναι το πιο αγνό και το πιο βρώμικο από όλα τα συναισθήματα μαζί κι ότι τις περισσότερες φορές αυτά τα δύο συνυπάρχουν στον ίδιο έρωτα. Έμαθα ότι το να ερωτεύεσαι κάποιον είναι σαν να ξεκινάς να ανέβεις ένα τεράστιο βουνό ξυπόλητος με καμία γνώση ορειβασίας, και να πέφτεις και να ξανασηκώνεσαι και να γλιστράς και να ξαναορθοποδήζεις και η κορυφή όλο να απομακρυνεται, αλλά εσύ να  λες: θα τη φτάσω, δε με νοιάζει.
Έμαθα ότι μπορείς να γίνεις απίστευτα ανιδιοτελής και εγωιστής την  ίδια στιγμή, ότι αυτά που θεωρούσες κεκτημένα στο έρωτα αναιρούνται και αυτά που θεωρούσες βάσεις και άρχες της ζωής σου τα ξεγράφεις, ότι μπορείς να απαντήσεις: ναι, θα πέθαινα για'σενα, χωρίς δεύτερη σκέψη.
Πάνω από όλα, όμως έμαθα, ότι ο έρωτας είναι αυστηρά προσωπικός και θα πρέπει να μένει ανέγγιχτος και απαραβίαστος. Θα πρέπει να φυλάσσεται σε εκείνο το ειδικό ντουλαπάκι του οποίου το κλειδί έχουν μόνο οι δύο και κανένας άλλος. Δεν θα πρέπει να αγγίζεται από σχόλια, κακεντρέχιες, κουτσομπολιά, φήμες.
Έμαθα ότι τα ψέμματα βλάπτουν, οι αλήθειες σώζουν και η αμφιβολία δηλλητηριάζει. Έμαθα ότι ο κόσμος είναι κακός, περίεργος και ψυχαναγκαστικός. Και έμαθα να αγαπώ και να ερωτεύομαι παρόλα αυτά.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

_Εκ βαθέων_

Διαβάζω τα γράμματα που δε μου έγραψες ακόμη, αναλύω λέξη λέξη τις κουβέντες που δεν κάναμε, σκουπίζω από τα μάγουλα σου τα δάκρυα που δεν έριξες.
Με ρωτάς σιωπηρά πόσα θέλω και πόσα μπορώ, με ρωτάς δυνατά πώς λειτουργούν οι τύψεις και οι ενοχές. Εγώ, όμως, σου είχα δώσει μία υπόσχεση: θα κρατήσω τις πόρτες κλειδωμένες, δεν θα αφήσω ούτε μία χαραμάδα φωτός να μπει από το παράθυρο. Θα σε κλείσω έξω, στο είχα υποσχεθεί. Δύσκολο να κρατήσεις μία ψεύτικη υπόσχεση.
Με ρωτάς αν θέλω. Πώς να μη θέλω; Θέλω όσα δεν πρέπει. Θέλω να μάθω τα αγαπημένα σου παραμύθια, τα τραγούδια που σε κάνουν να κλαις, τις λέξεις που σ'αρέσει να ακούς όταν ξυπνάς, θέλω να βουτήξω στο λακάκι του λαιμού σου και να αγναντεύω από εκεί τον κόσμο. Θέλω να λατρεύω όσα αγαπάς και να απεχθάνομαι όσα μισείς. Θέλω να σφίγγω το χέρι σου κόντα στην καρδά μου για να ακούσεις τι τρέλλο ρυθμό πιάνει, μόνο που αναπνέεις δίπλα μου. Θέλω.
Με ρωτάς αν μπορώ. Αν μπορώ να σου ανοίξω τη ψυχή μου σαν τριαντάφυλλο και να μυρίσεις όλες μου τις μυρωδιές. Αν μπορώ να σου μιλήσω με μία γλώσσα όχι ανθρώπινη αλλά δική μας, προσωπική. Αν μπορώ να σου προσφέρω όσα δεν είχες ποτέ, όσα δε ήξερες καν ότι χρειάζεσαι. Αν μπορώ να σε υπερασπιστώ απέναντι στα ψέμματα, αν μπορώ να σε βγάλω από την αμφιβολία της ενοχής. Αν μπορώ να βάλω το κορμί μου τοίχο για να προστατεύσω εσένα. Μπορώ.
Μην αναζητήσεις τούτες τις απαντήσεις στα λόγια. Προσπέρασε τα. Τρύπησε με, με το βλέμμα, με τα χέρια, με το σώμα. Ψάξε με, αναζήτησε με, θα σε βρεις. Τα λόγια μου δεν θα σε βοηθήσουν, τα λόγια μου θα κάνουν αυτό που υποσχέθηκαν. Μη μένεις σε αυτά που ακούς.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

_What is left_

Προσπάθησα να σου μιλήσω αλλά η φωνή μου δεν έφτασε ποτέ σε εσένα.
Θα φταίνε τα τεράστια τείχη που υψώθηκαν τη στιγμή που προσπάθησα να αρθρώσω λόγο.
Θα φταίνε τα πρέπει και τα μη.
Προσπάθησα να σε κοιτάξω αλλά το βλέμμα μου προσέκρουσε σε έναν καθρέφτη και γύρισε πίσω.
Θα φταίει που δεν ήταν το βλέμμα που ήθελες εκείνη τη στιγμή να αντικρίσεις.
Θα φταίει που φόρεσες τελευταία στιγμή την κουκούλα του φόβου ή της προδοσίας.
Προσπάθησες να μου δικαιολογηθείς αλλά μόνο τα λόγια σου δεν άκουγα.
Θα φταίει που προτιμώ τα παραμύθια από τις ιστορίες τρόμου.
Θα φταίει που δε ξέχασα ποτέ τι θέλω να ακούω, αλλά δεν έμαθα ποτέ τι θέλω να λέω.
Προσπάθησες να με μάθεις αλλά δεν έβαλες ποτέ ερωτηματικά στο τέλος των προτάσεων σου.
Θα φταίει που οι ερωτήσεις σου δημιουργούν ανασφάλεια.
Θα φταίει που οι απαντήσεις μου θα ήταν πιο τρομακτικές από αυτό που μπορείς να διαχειριστείς.
Από σήμερα μόνο αγγίζω. Δε μιλάω, δεν κοιτάω, δεν απαντάω, δε ακούω.Δε μπορώ.